- εδνώ
- ἑδνῶ και ἐεδνῶ (-όω) (Α)1. προικίζω2. (μέσ. για σύζυγο) προικίζω γυναίκα3. μέσ. α) νυμφεύομαιβ) μνηστεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέδνωτος — ἀέδνωτος, ον (Α) αυτός που δεν συνοδεύεται από γαμήλια δώρα, ο δίχως γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑδνῶ (= προικίζω)] … Dictionary of Greek